κυρίευση

κυρίευση
capture

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • κυρίευση — η (AM κυρίευσις) [κυριεύω] νεοελλ. μσν. καθυπόταξη, άλωση, κατάληψη μσν. κυριαρχία μσν. αρχ. κτήση, απόκτηση …   Dictionary of Greek

  • κυρίευση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κυριεύω, κατάκτηση, υπόταξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυριεύσῃ — κυρίζω fut part act fem dat sg (epic ionic) κῡριεύσῃ , κυριεύω to be lord aor subj mid 2nd sg κῡριεύσῃ , κυριεύω to be lord aor subj act 3rd sg κῡριεύσῃ , κυριεύω to be lord fut ind mid 2nd sg κυριόω pres part act fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυριεύσηι — κυριεύσῃ , κυρίζω fut part act fem dat sg (epic ionic) κῡριεύσῃ , κυριεύω to be lord aor subj mid 2nd sg κῡριεύσῃ , κυριεύω to be lord aor subj act 3rd sg κῡριεύσῃ , κυριεύω to be lord fut ind mid 2nd sg κυριεύσῃ , κυριόω pres part act fem dat …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανακατάληψη — η η εκ νέου κατάληψη, κυρίευση μιας θέσης που τήν κατείχα και προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακαταλαμβάνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα «Εφημερίς»] …   Dictionary of Greek

  • ανακατοχή — η [κατοχή] η εκ νέου κατοχή, κυρίευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κατοχή. Η λ. πρωτοεμφανίστηκε το 1887 στην εφημερίδα «Εφημερίς»] …   Dictionary of Greek

  • κράτηση — (Νομ.). Μία από τις ποινές στέρησης της προσωπικής ελευθερίας, η διάρκεια της οποίας ορίζεται από τον ποινικό νόμο για τα πταίσματα και μπορεί να οριστεί από μία ημέρα έως έναν μήνα. Εκτελείται σε ιδιαίτερα τμήματα των φυλακών και, σε περίπτωση… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • κυριεύω — (AM κυριεύω) [κύριος] παίρνω κάτι στην κατοχή μου με αγώνα, γίνομαι κύριος, κατακτώ, καταλαμβάνω, καθυποτάσσω κάποιον ή κάτι (α. «ο εχθρός κυρίευσε την πόλη» β. «τούτῳ τῷ τρόπῳ τεττάρων μὲν πλοίων ἐκυρίευσαν», Πολ.) νεοελλ. (για πάθος)… …   Dictionary of Greek

  • συνεξαιρώ — έω, Α [ἐξαιρῶ] 1. διώχνω κάτι ταυτοχρόνως («συνεξελεῑν ὑμῑν τὸ θηρίον ἐκ τῆς χώρης», Ηρόδ.) 2. συμβάλλω στην κατάληψη, στην κυρίευση, κυριεύω με κάποιον («συνεξαιρεῑν μετά τινος Ἀμφίπολιν», Αισχίν.) 3. μέσ. συνεξαιροῡμαι, έομαι α) αφαιρώ κάτι επί …   Dictionary of Greek

  • άλωση — η 1. κυρίευση, κατάκτηση: Η άλωση του οχυρού επιτεύχθηκε ύστερα από πολύμηνη πολιορκία. 2. κυρίως η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους (29 Μαίου 1453): «Οι μετά την άλωση χρόνοι». – «Ο ελληνισμός μετά την άλωση» κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”